-
1 ἔμπειρος
A experienced or practised in a thing, acquainted with it, c. gen.,τῆς θυσίης Hdt.2.49
;τῶν χώρων Id.8.132
;Βοιωτῶν Id.9.46
;τῆς ἐκείνου διανοίης Id.8.97
; ; ;θαλάσσης Th.1.80
([comp] Sup.); ; ὁ περὶ τῶν νόμων ἔ. Pl.Lg. 632d; οἱ μάλιστα περὶ ταῦτα τῶν ἱερέων ἔ. Id.Ti. 22a: abs., οἱ ἔ. the experienced, S.OT44, OC 1135; experts, Pl.Lg. 765b; ναυσὶν ἐμπείροις for ships skilfully handled, Th.2.89; τὸ ἐμπειρότερον αὐτῶν their greater experience, ib.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμπειρος
См. также в других словарях:
έμπειρος — η, ο (AM ἔμπειρος, ον) αυτός που έχει αποκτήσει πείρα σε τέχνη, επιστήμη κ.λπ. («έμπειρος γιατρός», «θαλάσσης ἐμπειρότατοί εἰσι», Θουκ.) αρχ. μσν. (το ουσ. ως ουδ.) τὸ ἔμπειρον η εμπειρία, η πείρα που έχει αποκτηθεί αρχ. 1. ο ειδικός, ο… … Dictionary of Greek